Υπογονιμότητα

Διερεύνηση υπογονιμότητας – έλεγχος καθ’ έξιν αποβολών

Υπογονιμότητα είναι η αδυναμία ενός ζευγαριού να επιτύχει σύλληψη και να αποκτήσει τέκνο έπειτα από τουλάχιστον ένα έτος τακτικών σεξουαλικών επαφών χωρίς αντισυλληπτική προστασία. Αποτελεί πρόβλημα στο 17% περίπου όλων των ζευγαριών που προσπαθούν να τεκνοποιήσουν.

Καθ’ έξιν αποβολές χαρακτηρίζονται οι αποβολές άγνωστης αιτιολογίας που ο αριθμός τους ξεπερνάει τις 3 επαναλαμβανόμενες. Το πρόβλημα αυτό αφορά περίπου το 2% των ζευγαριών που προσπαθούν να αποκτήσουν παιδιά.

Τι είναι η υπογονιμότητα και τί οι καθ΄έξιν αποβολές;

Υπογονιμότητα είναι η αδυναμία ενός ζευγαριού να επιτύχει σύλληψη και να αποκτήσει τέκνο έπειτα από τουλάχιστον ένα έτος τακτικών σεξουαλικών επαφών χωρίς αντισυλληπτική προστασία. Αποτελεί πρόβλημα στο 17% περίπου όλων των ζευγαριών που προσπαθούν να τεκνοποιήσουν.

Καθ’έξιν αποβολές χαρακτηρίζονται οι αποβολές άγνωστης αιτιολογίας που ο αριθμός τους ξεπερνάει τις 3 επαναλαμβανόμενες. Το πρόβλημα αυτό αφορά περίπου το 2% των ζευγαριών που προσπαθούν να αποκτήσουν παιδιά.

Σε τι παράγοντες οφείλεται η υπογονιμότητα και οι καθ΄έξιν αποβολές;

Στο 10% των υπογόνιμων γυναικών και στο 15% αντίστοιχα των αντρών, το πρόβλημα εντοπίζεται σε γενετικούς παράγοντες.  Τα κύρια αίτια των αποβολών και της γυναικείας υπογονιμότητας περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων: ανοσολογικά-ιογενή, γενετικά-θρομβοφιλικά, λοιμώδη μη-ιογενή αίτια και χρωμοσωμικές ανωμαλίες.

Το πρόβλημα δημιουργείται είτε από την ανεξάρτητη δράση των παραγόντων που απαρτίζουν μία κατηγορία, είτε σε συνδυασμό με παράγοντες από τις άλλες κατηγορίες.

Γυναικεία υπογονιμότητα και καθ’έξιν αποβολές – Αιτίες

Ανοσολογικές – Ιογενείς αιτίες: Αφορούν ποσοστό μεγαλύτερο από 80% των υπογόνιμων ζευγαριών. Η βασικότερη αιτία είναι η παρουσία του  απλού έρπητα (HSV-1/2), που βρέθηκε σε αυξημένα επίπεδα στο αίμα υπογόνιμων  γυναικών, με συνέπεια την  αύξηση των ΝΚ τοξικών κυττάρων (natural killer cells). Ακόμα, εγκυμονούσες προσβεβλημένες από τον Κυτταρομεγαλοϊό (CMV) δυσκολεύονται να ανταποκριθούν ανοσολογικά στη λοίμωξη, με αποτέλεσμα να τίθεται σε κίνδυνο η υγεία του εμβρύου, αυξάνοντας έτσι την πιθανότητα αποβολής.

Γενετικές-Θρομβοφιλικές αιτίες: Αφορούν βλάβες στην ισορροπία μεταξύ καλής αιμάτωσης και σχηματισμού νέων αγγείων στο έμβρυο και τον πλακούντα και από την άλλη της ανάγκης για καλή πήξη του αίματος. Στις περιπτώσεις αυτές υπάρχει αυξημένος κίνδυνος θρομβώσεων των αγγείων του ενδομητρίου στην περιοχή εμφύτευσης, με αποτέλεσμα την αναστολή της ροής του αίματος μέσα στα αγγεία και την ανεπαρκή τροφοδοσία του εμβρύου με θρεπτικά συστατικά.

Κύριες αιτίες των βλαβών αυτών είναι οι μεταλλάξεις των γονιδίων του FV-Leiden (Παράγοντας-V πήξης αίματος), της Προθρομβίνης και του MTHFR (Ομοκυστεϊναιμίας), και πιο σπάνια έλλειψη των πρωτεϊνών C/S και της αντιθρομβίνης ΙΙΙ.

Λοιμώδεις μη-ιογενείς αιτίες: Χρόνιες μολύνσεις ή μολύνσεις που παρουσιάζονται στην διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορούν να οδηγήσουν σε υπογονιμότητα και αποβολές αντιστοίχως. Το Mycoplasma Hominis, το Ureoplasma Urealyticum και το Chlamydia Trachomatis ανιχνεύονται πολύ συχνά στο γεννητικό σύστημα γυναικών και έχουν συσχετισθεί με αυξημένο κίνδυνο αποβολών/ πρόωρων τοκετών και υπογονιμότητας.

Χρωμοσωμικές ανωμαλίες: Οι χρωμοσωμικές ανωμαλίες, τόσο δομικές όσο και αριθμητικές, έχουν συσχετισθεί κλινικά με την υπογονιμότητα και περιστατικά καθ’έξιν αποβολών. Η πιθανότητα παρουσίας παθολογικού καρυότυπου σε έναν από τους δύο γονείς ανέρχεται στο 4%, ενώ υπολογίζεται ότι 40 – 75% των αυτόματων αποβολών πρώτου τριμήνου οφείλονται σε χρωμοσωμικές ανωμαλίες του εμβρύου (κληρονομούμενες ή τυχαίες).

Ποια η χρησιμότητα της διάγνωσης  της  υπογονιμότητας και της προδιάθεσης για αποβολές;

Τα τελευταία χρόνια η επιστήμη έχει δώσει αξιόπιστες και αποτελεσματικές μεθόδους διερεύνησης των γενετικών αιτιών υπογονιμότητας, επιτυγχάνοντας έτσι την ελαχιστοποίηση της πιθανότητας μεταβίβασης τους στις επόμενες γενιές, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να δώσει λύσεις στην πραγματοποίηση επιτυχούς εγκυμοσύνης.

Με την χρήση των σύγχρονων μοριακών τεχνικών, για παράδειγμα, βρέθηκε ότι οι ιοί προσβάλουν μεγαλύτερο ποσοστό του γενικού πληθυσμού από ότι ήταν μέχρι τώρα γνωστό και κατ’επέκταση τις γυναίκες με ιστορικό υπογονιμότητας ή αποβολών.  Παράλληλα, με την έγκαιρη διάγνωση λοιμώξεων του γεννητικού συστήματος της γυναίκας, ιδιαίτερα όταν υπάρχει ένα ιστορικό υπογονιμότητας ή καθ’έξιν αποβολών, μπορούμε να οδηγηθούμε σε μια επιτυχή κύηση.


Παρακολούθηση Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής

Τι είναι η Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή;

Ο όρος Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή περιλαμβάνει τις μεθόδους εκείνες που βοηθούν ένα ζευγάρι στην σύλληψη και επίτευξη της εγκυμοσύνης. Τέτοιες μέθοδοι είναι η παρακολούθηση ωορρηξίας και προγραμματισμένη επαφή, η σπερματέγχυση, και τέλος η εξωσωματική γονιμοποίηση. Η παρακολούθηση ωορρηξίας μπορεί να γίνει συνδυαστικά με υπερηχογραφικό έλεγχο και τεστ ωορρηξίας ώστε να προγραμματιστεί η επαφή του ζευγαριού τις ημέρες με τις μεγαλύτερες πιθανότητες σύλληψης. Η σπερματέγχυση είναι η διαδικασία κατά την οποία το σπέρμα μετά από ειδική επεξεργασία στο εργαστήριο μεταφέρεται εντός της μήτρας και αφού προηγουμένως έχει γίνει υπερηχογραφική παρακολούθηση της ωορρηξίας της γυναίκας. Εξωσωματική Γονιμοποίηση είναι η διαδικασία κατά την οποία η γονιμοποίηση του ωαρίου από το σπερματοζωάριο επιτυγχάνεται τεχνητά στο εργαστήριο. Στη συνέχεια, κάποιες μέρες αργότερα ο γιατρός μεταφέρει τα έμβρυα που έχουν δημιουργηθεί στην μήτρα.

Σε ποιους απευθύνεται η λύση της Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής;

Απευθύνεται στα ζευγάρια τα οποία δεν μπορούν να τεκνοποιήσουν με φυσική σύλληψη μετά από συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με τα κριτήρια που έχουν θεσπιστεί παγκοσμίως, οφείλουμε να συμβουλεύσουμε ένα ζευγάρι (ηλικία γυναίκας κάτω των 35) που προσπαθεί για διάστημα μεγαλύτερο του έτους να προχωρήσει σε πιο εξειδικευμένο έλεγχο με εργαστηριακές και κλινικές εξετάσεις. Στη συνέχεια το ζευγάρι προχωράει σε διαδικασία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Έαν η ηλικία της γυναίκας είναι άνω των 35 ετών το διάστημα της προσπάθειας σύλληψης που λαμβάνουμε υπόψη είναι οι 6 μήνες. Τα κριτήρια αυτά ισχύουν για τα ζευγάρια στα οποία κανένας από τους δύο συντρόφους δεν έχει κάποιο ήδη υπάρχον ιατρικό θέμα που να επηρεάζει άμεσα την αναπαραγωγή. Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η μέθοδος της σπερματέγχυσης και της εξωσωματικής γονιμοποίησης αφορούν και σε άτομα τα οποία επιλέγουν το σχήμα της μονογονεϊκής οικογένειας.

Πώς επιλέγει ο γιατρός την μέθοδο που θα ακολουθήσει το ζευγάρι;

Η μέθοδος της προγραμματισμένης επαφής και της σπερματέγχυσης αφορούν στα ζευγάρια τα οποία μετά τον έλεγχο πληρούν τις εξής προϋποθέσεις:

  • παρουσία φυσιολογικού σπέρματος.
  • μία τουλάχιστον λειτουργική (διαβατή) σάλπιγγα.
  • επιβεβαίωση ωορρηξίας.

Τέλος, η εξωσωματική γονιμοποίηση επιλέγεται σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις ή οι παραπάνω μέθοδοι έχουν δοκιμαστεί κι αποτύχει, μετά από εύλογο χρονικό διάστημα.